διακληρώ

διακληρώ
διακληρῶ (-όω) δωρ. διακλαρόω (Α)
1. διαμοιράζω με κλήρο
2. διανέμω κτήμα σε κλήρους, χωρίζω σε μερίδια
3. ορίζω με κλήρο, επιλέγω με κλήρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διακλήρωση — η (AM διακλήρωσις, εως) [διακληρώ] διαίρεση και διανομή κτήματος σε κλήρους αρχ. 1. το ρίξιμο τών κλήρων 2. η τύχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”